- ἐμπλήσαντες
- ἐμπίπλημιaor part act masc nom/voc plἐμπλέωsail inaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
насыпати — НАСЫП|АТИ (6*), ЛЮ, ЛЕТЬ гл. Насыпать, наполнить чем л.: разрѣзаша чрѣва ихъ, насыпаша ˫ачьмени, даша свинь˫амъ на снѣдь (ἐμπλήσαντες!) ΓΑ XIII–XIV, 228а; чрѣвеса ихъ. ножи издрѣзавше. насыпаша ˫ачмене Пр 1383, 24г; и вземъ вретище. насыпа пѣска … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύφλεκτος — η, ο (Α εὔφλεκτος, ον) αυτός που αναφλέγεται, που ανάβει εύκολα («ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες», Aρρ.). επίρρ... εὐφλέκτως (Α) με ευκολία στην ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. ά φλεκτος, πυρί φλεκτος] … Dictionary of Greek